οιωνόβρωτος

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

οἰωνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρόβρωτος, κυνόβρωτος].