οκέλλω
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῦν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.