ολούθε

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. από όλα τα μέρη, από παντού
2. σε όλα τα μέρη, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + επιρρμ. κατάλ. -θε. Το -ον- του τ. αναλογικά προς τα παντούθε, πού-θε].