ομαύλαξ

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ὁμαῡλαξ και δωρ. τ. ὁμῶλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον, γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + αὖλαξ.