ομιλητικότητα

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η
ευφράδεια, ευγλωττία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομιλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὁμιλητικότης, μαρτυρείται από το 1887 στον Π. Οικονόμου].