ευγλωττία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγλωττία και εὐγλωσσία) εύγλωττος
η ευχέρεια του λόγου, η ευφράδεια («ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας», Αριστοφ.)
αρχ.
γλυκό κελάιδισμα.