νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
ὁμομήτωρ, -ορoς, ὁ, ἡ (Α)o ομομήτριος, ο γεννημένος από την ίδια μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμμήτωρ].