ομορφιά

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η όμορφος
η ιδιότητα του ωραίου ανθρώπου ή αντικειμένου, ωραιότητα, ευμορφία.