αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
ο, θηλ. ομοϊδεάτισσα
αυτός που έχει τις ίδιες πολιτικές ιδέες και φιλοσοφικές αντιλήψεις με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ιδέα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].