ομφαλεκτομή

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

και ομφαλεκτομία, η
ιατρ. χειρουργική αφαίρεση του ομφαλού κατά τη ριζική θεραπεία της ομφαλοκήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + εκτομή].