ονάς

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

(I)
ὀνάς, ἡ (Α) όνος
θηλυκός όνος.
(II)
ὀνᾱς (Α) όνος
(κατά τον Ησύχ.) «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».