Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(I)ὀνάς, ἡ (Α) όνοςθηλυκός όνος. (II)ὀνᾱς (Α) όνος(κατά τον Ησύχ.) «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».