Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].
ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.