Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο
2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοι
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά
οι όνοι.