ονοκάρδιον

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος πολύτιμου λίθου
αρχ.
1. το φυτό δίψακος
2. το φυτό χαμαιλέοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)].