ονοκένταυρος

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].