ονολάτρης

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

ο
χλευαστική ονομασία που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στους Ιουδαίους, αρχικά, αργότερα και οι Ιουδαίοι στους χριστιανούς τών πρώτων χρόνων, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀνολάτραι (ὀνολάτρης), μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].