ονόρυγχος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)
είδος άγριου ακανθώδους φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.