βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)είδος άγριου ακανθώδους φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.