ονόχειλος

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

ὀνόχειλος, ἡ (ΑΜ)
το φυτό ονοχειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος.