ονοχειλές

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ὀνοχειλές, -οῦς και -έος, τὸ (Α)
το φυτό έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + χεῖλος.