οξένιος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και οξέινος και οξύινος, -η, -ο (ΑΜ ὀξύϊνος, Α και ὀξέϊνος, -η, -ον) οξιά
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς.