ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
-α, -ο και οξέινος και οξύινος, -η, -ο (ΑΜ ὀξύϊνος, Α και ὀξέϊνος, -η, -ον) οξιάκατασκευασμένος από ξύλο οξιάς.