οξυγόνωση
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
η
1. εμπλουτισμός με οξυγόνο
2. χημ. ένωση μιας ουσίας με οξυγόνο, οξείδωση
3. φρ. «οξυγόνωση του αίματος»
βιολ. η ασταθής και αμφίδρομη δέσμευση του οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυγονῶ (πρβλ. γαλλ. oxygenation). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].