οπισθοδρομικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που κινείται προς τα πίσω
2. μτφ. αυτός που υποστηρίζει απηρχαιωμένες αντιλήψεις και συνήθειες, καθυστερημένος, συντηρητικός.
επίρρ...
οπισθοδρομικώς και -ά
με οπισθοδρομικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Βακαλόπουλο].