οπτιμιστής

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ίστρια
1. οπαδός του οπτιμισμού
2. αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. optimiste < λατ. optimum «άριστο» + -iste].