Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπωρίζω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῖα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).