οπωρώνας

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ο
φυτεία με οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπώρα + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας)].