οπωρώνας

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ο
φυτεία με οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπώρα + κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας)].