οργανοπαίκτης

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

και οργανοπαίχτης, ο
άτομο που παίζει, ιδίως επαγγελματικά, ένα μουσικό όργανο.