οργιαστικός
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.