οργός

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

και όργος, ο έργον
γραμμή που χαράσσεται στο έδαφος κατά τις εκσκαφές ή κατά τις αγροτικές εργασίες.