ορθογράφος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
-ο (Α ὀρθογράφος, -ον)
αυτός που γράφει σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες, αυτός που γνωρίζει ορθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γράφος].