ορνιθογενής
Greek Monolingual
ὀρνιθογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από πτηνό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθογενῆ
είδος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -γενής (< γίγνομαι)].
ὀρνιθογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από πτηνό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθογενῆ
είδος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -γενής (< γίγνομαι)].