ορομέτρης

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασχολείται με την ορομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρος
(ΙΙ) + -μέτρης (< μέτρο)].