ορυγεύς

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

ὀρυγεύς (Α)
σκαπανέας, σκαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ- του ὀρύσσω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αρπαγεύς)].