ορυγεύς

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

ὀρυγεύς (Α)
σκαπανέας, σκαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ- του ὀρύσσω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αρπαγεύς)].