πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμεύς)].