ουζάδικο

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και μεζέδες, ουζοπωλείο, ουζερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + κατάλ. -άδικο (πρβλ. φαγάδικο)].