ουλόφρων

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

οὐλόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].