ουρανία

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

η
εντομολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας ουρανιίδες, μεγάλη και εξαιρετικής ομορφιάς πεταλούδα της Μαδαγασκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urania (< ουρανία < ουρανός)].