ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
ηβλέμμα, ματιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + βολή.Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γρ. Ξενόπουλο].