οφθαλμοβόρος
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)
(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος].