οψοφαγώ

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386

Greek Monolingual

ὀψοφαγῶ, -έω (Α) οψοφάγος
1. τρώω χωρίς ψωμί φαγητά που τρώγονται συνήθως μαζὶ με ψωμί, είμαι λαίμαργος
2. τρώω εκλεκτά φαγητά.