οψοφυλάκιο

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

το
τόπος όπου φυλάσσονται τα όψα, τα εδέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όψο + φυλάκιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].