οψωνώ

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

ὀψωνῶ, -έω (Α) οψώνης
1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια
2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.