Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
ὀψωνῶ, -έω (Α) οψώνης1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.