πάντευχος

English (LSJ)

πάντευχον, armed cap-à-pie, Orac.Chald. ap. Dam.Pr.70.

German (Pape)

[Seite 463] in voller Waffenrüstung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάντευχος: -ον, ὡπλισμένος ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, Χρησμ. ἐν Δαμασκ. περὶ Ἀρχ. σ. 196.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
καλά εξοπλισμένος, πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τεῦχος «όπλο»].