πίμπλη

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. impér. de πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

πίμπλη: imper. praes. к πίμπλημι.