και, δ. γρφ., παγονιέρα, η1. ψυγείο πάγου2. μτφ. πολύ ψυχρός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παγώνω + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ψηστιέρα)].