ψηστιέρα

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η, Ν
οικιακή συσκευή για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ζαχαριέρα)].