παγόδετος

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

παγόδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει στερεοποιηθεί σε πάγο («παγόδετον ὕδωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + δετός (< δέω)].