παλιόγερος

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

ο, θηλ. παλιόγρια
1. (το αρσ.) γέρος κακότροπος ή διεστραμμένος
2. το θηλ. κακιά και στριμμένη γρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γέρος / γριά].