παλιόμουτρο

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

το
αχρείος άνθρωπος, παλιόκορμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + μούτρο].